-
1 ἐπιφθέγγομαι
A utter after or in accordance, A.Ch. 457 (lyr.) ; utter during or in connexion with,φωνὰς ἐπὶ τῇ καθιερώσει Plu.Publ.14
;μικρὰ ταῖς σπονδαῖς Id.2.150d
.2 attach a name to, predicate a quality of, μίαν ἐπ' αὐτοῖς τέχνην ἐπεφθέγξατο PlPhlb.18d, cf. Plu. 2.111oe.b name, call,ἃ κρίνα, λείρια δ' ἄλλοι -ονται Nic.Fr.74.27
.II respond,ὁ μὲν ἡγεῖτο λέγων ἔξω Χριστιανούς, τὸ δὲ πλῆθος -ετο ἔξω Ἐπικουρείους Luc.Alex.38
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιφθέγγομαι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский